- κυνώ
- (I)κυνῶ, -άω (Α) [κύων]κυνίζω*.————————(II)κυνῶ, -έω (Α)1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.)2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.)3. προσκυνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κυνῶ ανάγεται σε θ. κυσ- (πρβλ. αόρ. ἔκυσ[σ]α) < ΙΕ ρίζα *ku-, *kus- «φιλί». Σχηματίστηκε από το αθέματο ρ. *κυ-νε-σ-μι, με έρρινο ένθημα (πρβλ. και βυνῶ < *βυνέσω) και με μεταπλασμό κατά τα περισπώμενα. Η λ. συνδέεται με χεττιτ. kuvaš-zi, -anzi «ασπάζομαι, φιλώ», καθώς και με αρχ. άνω γερμ. kuss, kunen. Το ρ. απαντά στην ποίηση, ενώ στους πεζογράφους απαντά το φιλῶ. Χρησιμοποιούνταν ως ένδειξη αγάπης, στοργής και σεβασμού. Στη Νέα Ελληνική διασώθηκε το σύνθ. προσ-κυνώ*].————————(III)κυνῶ, -οῡς, ἡ (Α)1. σκύλα2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναιδεστάτη».[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + επίθημα -ώ, -οῦς (πρβλ. κομμ-ώ, λεχ-ώ)].
Dictionary of Greek. 2013.